συνέμπτωσις

συνέμπτωσις
συνέμ-πτωσις, εως, ,
A formal coincidence, [μέτρων] Sch.Heph.p.154 C.; σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between . . , Sch.Ar.Th. 21; σ. ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B.
II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.;

τόνου Id.Adv.155.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνέμπτωσις — formal coincidence fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέμπτωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [συνεμπίπτω] σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.) αρχ. (στη γραμματική) ομοιότητα τύπου …   Dictionary of Greek

  • συνεμπτώσει — συνέμπτωσις formal coincidence fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνεμπτώσεϊ , συνέμπτωσις formal coincidence fem dat sg (epic) συνέμπτωσις formal coincidence fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμπτώσεις — συνέμπτωσις formal coincidence fem nom/voc pl (attic epic) συνέμπτωσις formal coincidence fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέμπτωσιν — συνέμπτωσις formal coincidence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισυνέμπτωσις — ἐπισυνέμπτωσις, ή (Μ) η ομοιοκαταληξία τών λέξεων και η επαλληλία τών συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνέμπτωσις «σύμπτωση μέτρων, τύπων»] …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՆԳՈՒՄՆ — (գման.) NBH 2 0324 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ՅԱՆԳՈՒՄՆ կամ ՅԱՆԿՈՒՄՆ. λῆξις, κατάληξις , πέρας, συμπέρασμα, συνεμπτώσις, ἁπάρτησις terminatio, terminus, consummatio, cessatio, quies, finis, conclusio. Յանգիլն. յանգ. աւարտ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συνεμπτώσεων — συνεμπτώσεω̆ν , συνέμπτωσις formal coincidence fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμπτώσεως — συνεμπτώσεω̆ς , συνέμπτωσις formal coincidence fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”